κουρβουλιάζω

κουρβουλιάζω
[κούρβουλο]
1. κυρτώνομαι και ξεραίνομαι σαν κούρβουλο
2. συνεκδ. γίνομαι παράλυτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κουρβουλιάζω — κουρβουλιάστηκα, κουρβουλιασμένος 1. ξεραίνομαι σαν κούρβουλο. 2. γίνομαι παράλυτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”